Δημοσίευσηαπό ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΣ » Δευ Σεπ 17, 2007 2:51 pm
Αγαπητή magikadespell σε χαιρετώ. Ελπίζω ότι το Θέμα και η ανάπτυξη του θα σου δώσει την ευκαιρία να γνωρίσεις τη χριστιανική διδασκαλία σωστά έτσι ώστε να αποκτήσεις ιδία γνώμη και να αποφύγεις τις (κατά τη γνώμη μου) υπεραπλουστεύσεις. Στις απόψεις σου περί δόγματος νομίζω ότι έχω απαντήσει στα αρχικά μου μηνύματα. Στις απόψεις περί αντιγραφών από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία απάντησα, και θα συνεχίσω να απαντώ αναπτύσσοντας τη φιλοσοφία των Ελλήνων Χριστιανών Πατέρων χωρίς να συνθηματολογώ. Τέλος ούτε η φαντασία, ούτε αυτό που ευκόλως αποκαλείται 6η αίσθηση δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που αποκαλώ «εμπειρική μετοχή σε ένα τρόπο ύπαρξης που επαληθεύει τους αυτόπτες μάρτυρες που έδειξαν τη θεότητα του Χριστού»
Θα συμφωνήσω με την αγαπητή μου NEHEMAUT ότι όταν σε οποιαδήποτε θέαση μπερδεύουμε τη διδασκαλία με την εκπροσώπηση της τότε εμείς χάνουμε το νόημα.
Αγαπητέ φίλε Ράμογλου
Ολόκληρο το μήνυμα της χριστιανικής πίστεως και η μοναδικότητά του σε σχέση με όλες τις άλλες θρησκείες, είναι πως όταν προσβλέπει στον άνθρωπο Ιησού αντικρίζει τον αποκαλυφθέντα Θεό , τον εμφανιζόμενο Θεό ανάμεσα μας, πάνω στη γη, μέσα στο χρόνο, με όλη τη σαφήνεια του ορατού, του κατανοητού, του χειροπιαστού κόσμου. Ο χριστιανισμός, πάντοτε επέμεινε σ' αυτή τη συγκεκριμένη, ιστορική και πλήρη ανθρωπότητα του Χριστού κατά τη γνώμη μου ορθώς.
Αγαπητή μου qubit
Πόσο πρέπει, αλήθεια, να φυλαγόμαστε από το μεγάλο λάθος του απολύτου ορθολογισμού, όπου όλοι μπορεί να τον έχουμε μέσα μας και να νοιώθουμε συχνά να αντηχεί η φωνή του στη σκέψη μας; Το μεγάλο του λάθος είναι ότι θεωρεί απόλυτα δοσμένους, κλειστούς επομένως τους όρους πού χρησιμοποιεί βλέπει στατικά την αλήθεια, όπως εδώ τους όρους πού μας απασχόλησαν, την αυτονομία του πνεύματος, τη φιλοσοφία. Ο ορθολογισμός μιλά σαν να είχε εξαντληθεί το νόημα της αυτονομίας και της φιλοσοφίας, σαν να είχε πραγματωθεί όλο το περιεχόμενο τους. Γι' αυτό επιτρέπει στον εαυτό του τις απόλυτες διαζεύξεις: ή ναι η όχι, ή είναι ή δεν είναι.
Μπροστά σ' αυτές ακριβώς τις απόλυτες διαζεύξεις πρέπει να θυμάται ο σκεπτόμενος άνθρωπος, ότι είναι αυτόνομος και ελεύθερος, να μη γίνεται αιχμάλωτος των λογικών σχηματικών πλαισίων, να πηγαίνει στην ουσία των θεμάτων, στις μορφές με τις οποίες παρουσιάζονται. Τότε δεν είναι δύσκολο να δει ότι μια πίστη τυφλή είναι βέβαια αντιλογική, αντιπνευματική. Υπάρχει όμως και άλλη, η έλλογη πίστη, που αυτή θεμελιώνει την πνευματικότητα του ανθρώπου σε όλες τις εκδηλώσεις του.
Στηριγμένος ο Χριστιανός στο άλμα που έκαναν οι Έλληνες από την αίσθηση στη νόηση και επιστρατεύοντας τώρα την πίστη αποπειράται την ανάβαση προς τον κυρίως όντα Νουν, το Θεό, και ολοκληρώνει έτσι, την πνευματική φύση του ανθρώπου.
Η σκέψη των Πατέρων φλέγεται από την έφεση να πραγματώσει τη θεϊκή της φύση, να εισδύσει στην περιοχή του ανέσπερου φωτός, να καθαρθεί. Μόνο στους Πατέρες, στον Ναζιανζηνό και τον Νύσσης, λόγου χάρη, βρίσκομαι σελίδες που στέκονται άξια δίπλα σε ανάλογες του Πλάτωνος και του Πλωτίνου. Σελίδες που, όπως εκείνες, είναι ποτισμένες από τον υψηλό λυρισμό που γεννά στην ψυχή η θέαση όχι του αισθητού, άλλα του νοητού κάλλους.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός. Ο νους των Πατέρων, όπως ο νους του Πλάτωνα και του Πλωτίνου, υψώνεται και βυθίζεται και πετά στον κόσμο που είναι «πάντων επέκεινα». Ανάλογη λοιπόν η πορεία, δε βλέπουν βέβαια τα ίδια πράγματα. Τον κόσμο των ιδεών, και πάνω απ’ αυτόν «το μέγιστο μάθημα» την ιδέα του αγαθού ανιχνεύει η ψυχή του Πλάτωνος. Προς το «"Εν», το απρόσιτο και υπερούσιο φέρεται ο Πλωτίνος, με την έκσταση του. Προς τον Θεό, τον κυρίως νουν, την πηγή του όντος και της ζωής, τον όντα, φέρεται ο Χριστιανισμός.
Στο ίδιο ύψος ο λυρισμός των Χριστιανών, έχει όμως δική του, νέα ουσία. Γιατί δεν απορρέει μόνο από την ενατένιση υψηλών αληθειών την ίδια ώρα είναι και υποκειμενικός. Ο Χριστιανός φέρεται προς τον Θεό με την πίστη ότι είναι τεκνό Του, ότι είναι πλασμένος «κατ' εικόνα και ομοίωση του θεού». Αυτή η πίστη, χωρίς καθόλου να μικραίνει την απροσμέτρητη απόσταση πού χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό, γεννά αισθήματα οικειότητας και αγάπης. . Ό Θεός είναι «πρόσωπον» , είναι φιλάνθρωπος. Δε δέχεται μόνο την αγάπη του ανθρώπου, των τέκνων Του, άλλα πρώτος Εκείνος την παρέχει. Δεν είναι «ερωμένος» μόνον, άλλα και «εραστής» . "
Αν η αγάπη είναι «η πρώτη και τιμιότατη» εντολή του Χριστιανισμού, αυτό γίνεται, γιατί ο θεός είναι όλος αγάπη. Για τούτο ακριβώς έδωσε στη φύση του ανθρώπου την αγαπητική διάθεση, αυτήν πού ημερώνει το ήθος του, φωτίζει το πνεύμα, και οδηγεί στον άνθρωπο προς ένα Θεό πού την ίδια ώρα είναι όλος πνεύμα και όλος αγάπη: «ο θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη μένει εν τω θείο και ο θεός εν αυτό μένει». Υψηλός άλλα μάλλον απρόσωπος ο λυρισμός του Πλάτωνος. Απόκοσμο το Πλωτινικό "Εν είναι μόνο «ερωμένο και ουδέποτε ερών. Υψηλός και την ίδια ώρα θεμελιωμένος απάνω στην πηγή της αγάπης ο Χριστιανικός λυρισμός, πηγάζει από μια υψηλή σύζευξη της αλήθειας, του αντικειμενικού, με το συναισθηματικό.
Αυτή η σύζευξη θα εμπνεύσει τους μυστικούς, αυτή διαποτίζει τη χριστιανική τέχνη, ιδιαίτερα τη Βυζαντινή, αυτήν θα αποκαλύψει με το δικό του τρόπο στους νεώτερους χρόνους ο Pascal μιλώντας για τη λογική της καρδιάς.
Η χριστιανική αγάπη, ας μη μας παρασύρει το γεγονός ότι οι Πατέρες χρησιμοποιούν κάποτε γι' αυτήν τον Πλατωνικό όρο, «έρωτα», στρέφεται όχι προς πράγμα, άλλα προς πρόσωπο, το πρόσωπο του Θεού γι' αυτό είναι ολοκληρωμένη, έχει ανταπόκριση.
ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΣ